- πολύφερνος
- -η, -ογια γυναίκα, αυτή που έχει μεγάλη προίκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολύφερνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφερνος — η, ο / πολύφερνος, ον, ΝΑ νεοελλ. (για γυναίκα) αυτή που έχει μεγάλη προίκα («πολύφερνη νύφη») αρχ. (για γυναίκα) αυτή που έλαβε πολλά γαμήλια δώρα, πολύεδνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φερνος (< φερνή «προίκα»), πρβλ. ά φερνος] … Dictionary of Greek
πολύφερνον — πολύφερνος masc/fem acc sg πολύφερνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άεδνος — (I) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που δεν έχει προίκα, άπροικος, απροίκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἕδνα (= προίκα)]. (II) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη προίκα, πολύφερνος, πολύπροικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ επιτ. + ἕδνα (= προίκα)] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύδωρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ο μικρότερος γιος του Πρίαμου και της Λαοθόης, που κατά τον Όμηρο σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα. Ο Ευρυπίδης στην Εκάβη τον αναφέρει ως γιο του Πρίαμου και της Εκάβης που σκοτώθηκε από τον Πολυμήστορα,… … Dictionary of Greek